- φευγαλέος
- α, ο беглый; быстрый, поверхностный;
φευγαλέο βλέμμα — беглый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φευγαλέο βλέμμα — беглый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φευγαλέος — α, ο, Ν 1. αυτός που διαφεύγει 2. στιγμιαίος («φευγαλέα ματιά») 3. μτφ. αμυδρός, ανεπαίσθητος, ασαφής. επίρρ... φευγαλέα Ν με φευγαλέο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek
φευγαλέος — α, ο 1. παροδικός, διαβατικός, προσωρινός, εφήμερος: Έριξε μια φευγαλέα ματιά, χωρίς να τον προσέξει. 2. αμυδρός, ανεπαίσθητος: Του άφησε μια φευγαλέα συγκίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek
θηγαλέος — θηγαλέος, α, ον (Α) 1. οξύς, κοφτερός 2. αυτός που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων αλ αν στο θ. θηγ (πρβλ. λ.χ. θηγ αν η)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek